- ὠκυπλάνοις
- ὠκύπλανοςquick-wanderingmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωκύπλανος — ον, Α αυτός που περιπλανάται γρήγορα («ταῑς ὠκυπλάνοις πτερύγων ῥιπαῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. πολύ πλανος] … Dictionary of Greek